- λαβραδορίτης
- Ορυκτό, γνωστό και με την ονομασία λαβραδόριο. Πρόκειται για αργιλοπυριτικό άλας ασβεστίου και νατρίου, το οποίο ανήκει στην ομάδα των αστρίων και, ειδικότερα, στην ομάδα των πλαγιοκλάστων. Κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα σχηματίζοντας πλακοειδείς κρυστάλλους, που συχνά εισχωρούν ο ένας μέσα στον άλλον εμφανίζοντας το φαινόμενο της διδυμίας. Ο λ. είναι ασβεστονατριούχος άστριος με χημικό τύπο 30-50% CaAl2Si2O8 και 70-50% NaAlSi3O8. Αποτελεί ουσιώδες συστατικό των βασικών μαγματογενών πετρωμάτων και των μεταμορφωμένων πετρωμάτων. Είναι άχρωμο ή λευκό και συνηθέστερα γκριζογάλανο έως καστανό, αλλά παρατηρείται μεταλλαγή των χρωμάτων σε ορισμένες έδρες του, όταν το βλέπουμε από διαφορετικές διευθύνσεις, δίνοντας μια εκπληκτική ποικιλία χρωμάτων. Είναι διαφώτιστο ορυκτό με υαλώδη λάμψη. Η σκληρότητά του στην ορυκτολογική κλίμακα είναι 6-6,5 και η πυκνότητά του 2,7 gr/cm3. Έχει πάρει την ονομασία του από τις ακτές του Λαμπραντόρ, μια περιοχή στο βορειοανατολικό τμήμα του Καναδά, όπου ανακαλύφθηκε στα τέλη του 18ου αι. Συναντάται συνήθως σε πετρώματα αμφιβολίτη, ανδεσίτη, βασάλτη, διορίτη και γάββρου. Στην Ελλάδα βρίσκεται κοντά στις Κροκεές της Λακωνίας, ως βασικό συστατικό του λαβραδορικού πορφυρίτη, του σαντορινίτη και των γάββρων.
Δείγμα του ορυκτού λαβραδορίτη.
* * *ο, και λαβραδόριο, το(ορυκτ.) ορυκτό τών αστρίων που ανήκει στη σειρά τών πλαγιοκλάστων και χρησιμοποιείται συχνά ως πολύτιμος λίθος ή ως διακοσμητικό υλικό λόγω τού ιριδισμού του.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. labrador < Labrador, ονομ. χερσονήσου στο Κεμπέκ τού Καναδά].
Dictionary of Greek. 2013.